ξεπλατίζω

ξεπλατίζω
1. εξαρθρώνω την ωμοπλάτη κάποιου
2. καταπονώ τους ώμους ή την πλάτη κάποιου με βαρύ φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + πλάτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεπλατίζω — ξεπλατίζω, ξεπλάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπλατίζω — ξεπλάτισα, ξεπλατίστηκα, ξεπλατισμένος 1. αφαιρώ, βγάζω την πλάτη κάποιου. 2. μτφ., κουράζω υπερβολικά κάποιον με βάρος στους ώμους ή τα χέρια: Ξεπλατίστηκα να κρατώ στην αγκαλιά μου όλη τη μέρα το μωρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεπλάτισμα — το [ξεπλατίζω] 1. εξάρθρωση τής ωμοπλάτης 2. καταπόνηση από βαρύ φορτίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”